Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

κώμ η

См. также в других словарях:

  • Κῶμ' — Κῶμε , Κῶμος revel masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κῶμ' — κῶμι , κέω to lie down pres subj act 1st sg (epic) κῶμαι , κέω to lie down pres subj mp 1st sg (attic epic doric) κῶμαι , κώμη unwalled village fem nom/voc pl κῶμα , κῶμα deep sleep neut nom/voc/acc sg κῶμε , κῶμος revel masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολίτης — ο, θηλ. πολίτις, ΝΜΑ, ιων. τ. πολιήτης, δωρ. τ. πολιάτας, θηλ. πολιᾶτις και πολιῆτις, Α, και πολίτισσα ΝΜ, πολῖτις, ίτιδος, ΜΑ κάτοικος πόλης ο οποίος έχει πολιτικά δικαιώματα, κάθε μέλος πολιτείας το οποίο έχει το δικαίωμα τού εκλέγεσθαι… …   Dictionary of Greek

  • τράγος — Μικρό νησί στον Ευβοϊκό κόλπο, στη συστάδα των Πεταλιών. Στο νησί λειτουργεί αυτόματος φάρος. * * * ο, ΝΜΑ 1. αρσενική αίγα 2. ανατ. δερματικό έπαρμα τριγωνικό και αποπεπλατυσμένο, μπροστά από το στόμιο τού έξω ακουστικού πόρου νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • -omics — The English language neologism omics informally refers to a field of study in biology ending in the suffix omics , such as genomics or proteomics. The related neologism omes addresses the objects of study of such fields, such as the genome or… …   Wikipedia

  • Omics — For the suffix indicating nomenclature, see nomics. The English language neologism omics informally refers to a field of study in biology ending in omics, such as genomics or proteomics. The related suffix ome is used to address the objects of… …   Wikipedia

  • Ζευς — Η κορυφαία θεότητα στο αρχαίο ελληνικό πάνθεον. Βλ. λ. Δίας. (Αστρον.) Πλανήτης του ηλιακού συστήματος. Βλ. λ. Δίας (Αστρον.). * * * και Δίας, ο (AM Ζεύς, Διός) 1. (στην αρχαία Ελλάδα) βασιλιάς και πατέρας θεών και ανθρώπων, θεός τού ουρανού και… …   Dictionary of Greek

  • Πρασσοφάγος — ὁ, Α (κωμ. προσωνυμία στη Βατραχομυομαχία τού Αριστοφάνους) αυτός που τρώει πράσα, πρασοφαγάς …   Dictionary of Greek

  • Σταμνίας — ὁ, Α κωμ. προσωνυμία τού πατέρα τού Διονύσου. [ΕΤΥΜΟΛ. < στάμνος + επίθημα ίας (πρβλ. καπν ίας)] …   Dictionary of Greek

  • Τριφάλης — ητος, ὁ, Α (κωμ. λ.) τίτλος κωμωδίας τού Αριστοφάνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + φάλης, άλλος τ. τού φαλλός] …   Dictionary of Greek

  • αμφίκαυστις — ἀμφίκαυστις, εως, η (Α) 1. ώριμο στάχυ τσουρουφλισμένο (ώστε να τρίβεται εύκολα και να βγαίνει ο ημίχλωρος καρπός), ψάνη 2. (στους Κωμ.) το αιδοίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + καῦστις «ώριμο κριθάρι», θ. τού καύστης < ἔκαυσα, αόρ. του ρ. καίω] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»